εκδικητικός

εκδικητικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκδίκηση ή τον εκδικητή: Εκδικητική πράξη.
2. που έχει την τάση να εκδικείται, που ανταποδίνει το κακό με άλλο όμοιο ή μεγαλύτερο: Είναι εκδικητικός άνθρωπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκδικητικός — ή, ό (Μ ἐκδικητικός, ή, όν) αυτός που ρέπει προς την εκδίκηση, που θέλει οπωσδήποτε να εκδικηθεί νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκδίκηση ή στον εκδικητή …   Dictionary of Greek

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

  • φιλέκδικος — η, ο, Ν εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + έκδικος «εκδικητικός, τιμωρός». Το επίθ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • έκδικος — ο (AM ἔκδικος, ον) 1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός 2. υπερασπιστής 3. αξιωματούχος τής εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων αρχ. 1. παράνομος, άδικος 2. νόμιμος αντιπρόσωπος,… …   Dictionary of Greek

  • αιμοβόρικος — και μοβόρικος, η και ια, ο [αιμοβόρος] αιμοβόρος, σκληρός, εκδικητικός …   Dictionary of Greek

  • αμνησίκακος — η, ο (Α ἀμνησίκακος, ον) αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνησίκακος. ΠΑΡ. ἀμνησικακία αρχ. ἀμνησικακῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανεξίκακος — η, ο (AM ἀνεξίκακος, ον) μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος. αρχ. καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός. ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ] …   Dictionary of Greek

  • βαμμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. βάφω) 1. αυτός που βάφτηκε, χρωματισμένος 2. φανατικός 3. εκδικητικός …   Dictionary of Greek

  • γκέκας — (1740 – 1790). Αρματολός. Δραστηριοποιήθηκε στη Μακεδονία και είχε έδρα την Κατερίνη. Ήταν ψυχογιός και αργότερα πρωτοπαλίκαρο του μεγάλου κλεφταρματολού Ζίδρου, που μαζί με τους Ζιάκα, Λάζο και Βλαχάβα, είχαν στην εξουσία τους ουσιαστικά μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”